Κάποτε ήταν η αστυφιλία και η αστικοποίηση. Σήμερα ο μεγάλος γυρισμός σε αυτό που τα πανεπιστημιακά πτυχία γράφουν «ορμώμενος/η» δεν έχει ξεκινήσει ακόμη, αλλά όλο και περισσότεροι κάτοικοι των μεγαλουπόλεων έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους το χωριό τους, ως διέξοδο και διαφυγή από την απάνθρωπη πίεση της πόλης. Ανέκαθεν παρατηρούνταν εσωτερικές μετακινήσεις στην Ελλάδα, τις δεκαετίες του '50 και του '60, όμως, άρχισε η ερήμωση της ελληνικής υπαίθρου και η εγκατάλειψη των χωριών. Ο πληθυσμός συγκεντρώθηκε στα αστικά κέντρα και την αγροτική κουλτούρα διαδέχθηκε η καταναλωτική.
Η αντιπαροχή, τα αυθαίρετα και η ανωνυμία της πόλης έδωσαν την ευκαιρία στα «πληγωμένα» κοινωνικά στρώματα της μεταεμφυλιακής Ελλάδας να βρουν δουλειά και να στεγάσουν τα όνειρα ενός περισσότερο αισιόδοξου μέλλοντος, απαλλαγμένα από τα «βαρίδια» του παρελθόντος. Έτσι, οι μεγάλες πόλεις κυριάρχησαν ως πρότυπο ζωής και επεκτάθηκαν σε κάθε νομό, σε κάθε σημείο της χώρας. Κάποιοι νομοί αντιστάθηκαν. Πρόκειται κυρίως για ορεινές περιοχές, όπως η Ευρυτανία, η Φωκίδα, η Θεσπρωτία, η Αρκαδία, η Λακωνία, η Φλώρινα και νησιωτικές όπως η Ζάκυνθος, η Κεφαλονιά, η Λευκάδα, η Κέρκυρα και οι Κυκλάδες που συγκεντρώνουν μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού τους (πάνω από το 60%) σε χωριά, δηλαδή σε οικισμούς κάτω των 2.000 κατοίκων. Είναι οι περιοχές με την πιο μεγάλη αντίσταση στην αστικοποίηση εδώ και 50 και πλέον χρόνια, τα μέρη εκείνα όπου η έννοια «χωριό» δεν έχει ξεθωριάσει.
Από πολλά χωριά...
Κάνοντας λόγο για «χωριά», αναφερόμαστε στους μικρούς οικισμούς που είναι διάσπαρτοι στην ηπειρωτική και τη νησιωτική χώρα. Η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία ορίζει ως αγροτική (δηλαδή χωριό) την περιοχή όπου ο οικισμός έχει πληθυσμό μικρότερο των 2.000 κατοίκων.
Σύμφωνα με την απογραφή πληθυσμού του 2001 υπάρχουν περίπου 13.000 τέτοιοι οικισμοί, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν πάνω από το 28% του πληθυσμού της Ελλάδας (3.000.000 περίπου κατοίκους). Αν και κάποιοι από τους οικισμούς αυτούς ανήκουν σε πολεοδομικά συγκροτήματα -άρα δεν αποτελούν χωριά-, ο συνολικός αριθμός των χωριών στην Ελλάδα είναι αρκετά μεγάλος, όπως αντίστοιχα μεγάλος είναι σε ευρωπαϊκές χώρες με παρόμοια γεωγραφικά, κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά, λ.χ. Γαλλία, Ιταλία. Η ίδια η έννοια του χωριού είναι περισσότερο πολιτισμική, παρά γεωγραφική, διότι αντανακλά το πρότυπο μιας οικιστικής οργάνωσης και ενός προτύπου που είναι περισσότερο κοντά στην παράδοση, τη φύση, τα ήθη και τα έθιμα που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά.
Η διοικητική αλλαγή που συντελέστηκε το 1997 με το σχέδιο συνένωσης των δήμων και κοινοτήτων της χώρας («Συγκρότηση της Πρωτοβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης») είχε ως αποτέλεσμα να μειωθούν δραστικά οι δήμοι και οι κοινότητες της Ελλάδας -από 6000 περίπου που ήταν το 1991, σε κάτι περισσότερο από 1000 το 2001- και τα χωριά να χάσουν τη διοικητική τους αυτοτέλεια. Ωστόσο, «κρατούν» ακόμη γερά είτε ως τόπος διακοπών είτε, τα τελευταία χρόνια, ως εναλλακτική πρόταση μόνιμης διαμονής.
Ταυτότητα σε αναζήτηση
Για τις ανάγκες της έρευνας απευθυνθήκαμε σε έναν «επιστήμονα της υπαίθρου». Ο Απόστολος Παπαδόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστήμιου, με γνωστικό αντικείμενο τη γεωγραφική και κοινωνική ανάλυση του αγροτικού χώρου. Ο καθηγητής κάνει λόγο για επαναφορά της υπαίθρου ως στόχου της αειφόρου ανάπτυξης και νέο πρότυπο ζωής.
«Το χωριό αποτελεί πλέον κοινωνικό σύμβολο που συνδέεται με μια υψηλή ποιότητα ζωής και όπου η πρόσβαση στα περιβαλλοντικά αγαθά είναι συστατικό αυτής της ποιότητας», σημειώνει χαρακτηριστικά. Συνεχίζουμε και τον ρωτάμε τι σημαίνει για την κουλτούρα του Έλληνα το χωριό. Μας απαντάει ότι για ορισμένους που προέρχονται από συγκεκριμένες περιοχές της υπαίθρου (π.χ. Κρήτη, Μάνη, Νάξο κ.ά.) η διατήρηση του δεσμού και η στενή επαφή με το χωριό εντάσσεται στο πλαίσιο της διατήρησης της πολιτισμικής τους ιδιαιτερότητας και της ενδυνάμωσης της ταυτότητας τους. Σαν ένα από τα πρίσματα μέσα από τα οποία ορίζεται η ύπαρξη του καθενός, το από πού έρχεται και το που πηγαίνει.
«Σε αυτό παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο τα εκτεταμένα συγγενικά δίκτυα τα οποία, όπου υπάρχουν ακόμη, εξασφαλίζουν τη συνέχιση του δεσίματος με τον τόπο καταγωγής», προσθέτει. Την ίδια ώρα, οι Έλληνες αναλαμβάνουν διαφορετικούς ρόλους σε διαφορετικές τοπικές κοινωνίες (της πόλης και του χωριού) και ενεργοποιούνται ανάλογα με το αν πιστεύουν ότι μπορούν να επηρεάσουν την πορεία των πραγμάτων. «Αυτή η αίσθηση είναι πιο έντονη στο χωριό παρά στην πόλη», εξηγεί ο καθηγητής της «υπαίθρου» και μας υπενθυμίζει τη φράση «πρώτος στο χωριό, τελευταίος στην πόλη», για να αντιληφθούμε καλύτερα τις διαφορές.
Αυτή, όμως, είναι η μία όψη του νομίσματος αντιτείναμε. Γιατί από την άλλη, δημοφιλής στη χώρα μας είναι και η φράση «τον αέρα του πρωτευουσιάνου δεν τον έχει ο χωριάτης». Πώς λοιπόν προσδιορίζεται η κοινωνική ταυτότητα του Έλληνα ανάλογα με το αν η καταγωγή του είναι από κάποιο χωριό -όπως οι περισσότεροι- ή είναι γέννημα θρέμμα μιας μεγάλης αστικής πόλης; Αυτή ήταν και η επόμενη ερώτησή μας. Ποιος είναι τελικά, αυτός ο περίφημος «επαρχιώτης στην Αθήνα»; Ο Α. Παπαδόπουλος υποστηρίζει ότι η κοινωνική ταυτότητα των Ελλήνων που έχουν αγροτική καταγωγή και δεσμούς με το χωριό είναι σαφώς περισσότερο λαϊκή σε σχέση με αυτή των Ελλήνων που είναι γέννημα - θρέμμα μιας πόλης. Για τους δεύτερους η απόκτηση τόπου εξοχικής κατοικίας σε ένα χωριό είναι δείγμα υψηλής κοινωνικής θέσης -ιδιαίτερα αν η εξοχική κατοικία βρίσκεται σε ακριβή περιοχή ή περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους.
Επιστροφή στις ρίζες
Η εικόνα και πολλές φορές και η μνήμη της υπαίθρου και των στενών ανθρώπινων σχέσεων που μπορούν να δημιουργηθούν σε ένα χωριό λόγω του μικρού πληθυσμού του, σε αντιπαράθεση με την αχανή πληθυσμιακά εικόνα των πολυκατοικιών των μεγάλων πόλεων ωθεί τους Έλληνες σε επιστροφή στις «ρίζες» τους. Η τάση είναι αυξανόμενη. Ακόμη και Έλληνες των μεγάλων πληθυσμιακά πόλεων που είναι γέννημα - θρέμμα τους, γυρίζουν στον τόπο καταγωγής των γονιών τους, αναζητώντας έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, έστω για τις ημέρες που δεν είναι «αναγκασμένοι» να παραμένουν στις μεγάλες πόλεις λόγω της εργασίας τους. Στην επιστροφή αυτή βοήθησε ιδιαίτερα η παρουσία των οικονομικών μεταναστών που επέτρεψε σε πολλούς Έλληνες να επανασυνδεθούν με την ύπαιθρο, καθώς η φθηνή και διαθέσιμη εργασία των πρώτων ώθησε στην επιδιόρθωση ή στην ανοικοδόμηση των πατρικών σπιτιών ή των νέων κατοικιών, στη συντήρηση των κήπων και στην επαναξιοποίηση πολλών πατρογονικών χωραφιών.
Μάλιστα, όπως μας πληροφορεί ο Α. Παπαδόπουλος, αρκετοί δημόσιοι υπάλληλοι και εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα εγκαταλείπουν τα μεγάλα αστικά κέντρα, για περιοχές της υπαίθρου. «Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να διαπιστωθεί πόσο σημαντική είναι η τάση αυτή, υπάρχουν όμως σαφείς ενδείξεις από τα στοιχεία της τελευταίας απογραφής (2001) και από επιτόπιες έρευνες στον αγροτικό χώρο ότι κάτι τέτοιο υφίσταται», διευκρινίζει.
«Αυτοί που επιστρέφουν συνήθως επιλέγουν περιαστικές περιοχές (προνομιούχα χωριά, δηλαδή, λόγω της εγγύτητάς τους με αστικά κέντρα), ιδιαίτερα όταν έχουν οικογένεια και παιδιά. Πιστεύω ότι η τάση αυτή θα συνεχιστεί και θα ενταθεί δεδομένου του γεγονότος ότι η επιστροφή στην ύπαιθρο λαμβάνει διαστάσεις ιδεολογικές. Τα πιο μορφωμένα κοινωνικά στρώματα επιδιώκουν καλύτερη ποιότητα ζωής μέσω της κατοίκησης σε μικρότερους οικισμούς, που όμως έχουν πρόσβαση στις σύγχρονες υπηρεσίες και τις υποδομές», επισημαίνει.
Η Αμυγδαλιά ανθίζει ξανά
Παίρνοντας αφορμή από τα λεγόμενα του καθηγητή βρήκαμε έναν τέτοιο Έλληνα που όχι μόνο επιστρέφει συχνά στο χωριό και συμμετέχει στη ζωή του, αλλά, επιπλέον, δεν περιμένει την ώρα για να βγει στη σύνταξη και να μείνει μόνιμα εκεί. Ο Αλέξανδρος Παπανδρέου είναι πρόεδρος του Συλλόγου Αμυγδαλιωτών Δωρίδος «Ο Κούτσουρος» και στέλεχος του dealing room της Εθνικής Τράπεζας. Το όνομα του Συλλόγου είναι δανεισμένο από την Ιερά Μονή της Παναγίας της Κουτσουριώτισσας, που βρίσκεται στην περιοχή του χωριού Αμυγδαλιά στη Φωκίδα. Ο ίδιος τρέφει ιδιαίτερη αγάπη στην Αμυγδαλιά, το χωριό της γυναίκας του· η δική του καταγωγή είναι από ένα κοντινό χωριό.
«Η ενασχόληση με ό,τι σχετίζεται με την Αμυγδαλιά για εμάς που δεν μένουμε μόνιμα στο χωριό, είναι κάτι σαν ναρκωτικό. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από την αγάπη μας για αυτό. Μάλιστα, πιστεύω πως όλοι οι Έλληνες όσο περνάνε τα χρόνια θα κάνουν μία στροφή προς το χωριό. Δεν είναι λίγοι όσοι έχουν αρχίσει να γυρίζουν πίσω, στα μέρη των γονιών και των παππούδων ή των συγγενών τους» τονίζει.
Στη συνέχεια τον ρωτήσαμε τι σημαίνει για εκείνον η Αμυγδαλιά σε σύγκριση με την Αθήνα, όπου διαμένει με τη γυναίκα και τα δύο του παιδιά. «Επιλέξαμε ένα χωριό για να μην είμαστε ανώνυμοι μέσα στο πλήθος. Στο χωριό είμαστε όλοι μία οικογένεια, σε ξέρουν όλοι, σε αγαπάνε, τους ξέρεις και τους αγαπάς και εσύ». Η Αμυγδαλιά στην οποία διαμένουν σήμερα 350 μόνιμοι κάτοικοι, οι περισσότεροι ηλικιωμένοι, βρίσκεται σε υψόμετρο 640 μέτρων και αποτελεί δημοτικό διαμέρισμα του διευρυμένου Δήμου Λιδορικίου με πρωτεύουσα το Λιδόρικι από το οποίο απέχει περίπου 16 χιλιόμετρα.
Το χωριό απέχει περίπου 40 χιλιόμετρα από την Άμφισσα και περίπου άλλα τόσα από το Γαλαξίδι. Στα βόρεια της Αμυγδαλιάς διασώζονται ερείπια ελληνιστικού φρουρίου, ενώ από την άλλη πλευρά αχνοφαίνεται η λίμνη του Μόρνου. Παλαιότερα το χωριό ήταν γνωστό ως το χωριό με τα γαλάζια «παλαθούρια» λόγω του χρώματος των παραθυρόφυλλων, που τα έβαφαν έτσι οι Γαλαξιδιώτισσες που είχαν παντρευτεί Αμυγδαλιώτες, για να τους θυμίζει το Γαλαξίδι. Οι νεαροί σε ηλικία κάτοικοι του χωριού σήμερα είναι κτηνοτρόφοι, υπάλληλοι υπηρεσιών που εργάζονται στο Λιδόρικι ή την Άμφισσα καθώς και εργαζόμενοι στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Μαλανδρίνου -που δημιουργήθηκε πριν 10 περίπου χρόνια. Και η ζωή συνεχίζεται...
Η φωνή της επιστροφής
H επιστροφή στο χωριό έχει τη δική της μουσική υπόκρουση, «το soundtrack της γιορτής» και αυτή η υπόκρουση δεν μπορεί να είναι άλλη από τα παραδοσιακά και δημοτικά τραγούδια. Η Δόμνα Σαμίου έχει συνδέσει το όνομά της και τη φωνή της με την παράδοση αυτού του τόπου αλλά λίγοι γνωρίζουν ότι είναι?Αθηναία. Γεννήθηκε πριν από 80 χρόνια στην Καισαριανή, από γονείς πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και ζει σε άλλη μια προσφυγογειτονιά, τη Νέα Σμύρνη.
Οι Εικόνες συνομίλησαν μαζί της και της ζήτησαν να σχολιάσει τη μουσική υπόκρουση της... επιστροφής στο χωριό. «Τραγουδάω τραγούδια από όλη την Ελλάδα και διαπιστώνω, όλα αυτά τα χρόνια, ότι με τα τραγούδια κάποιοι άνθρωποι διατηρούν τους δεσμούς τους με την παράδοση και το χωριό τους. Για αυτό κάνω, άλλωστε, αυτή την προσπάθεια», λέει η ακαταπόνητη τραγουδίστρια, που αποτελεί ένα ζωντανό ηχητικό αρχείο: Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘60 οργώνει την Ελλάδα, με ένα κασετοφωνάκι, συλλέγοντας ήχους και στίχους. Είναι αλήθεια ότι για πολλούς Έλληνες, η επιστροφή στο χωριό και η επανασύνδεση με την κουλτούρα που άφησαν πίσω τους γίνεται μέσα από τα πανηγύρια. Η Δόμνα Σαμίου έχει μια μάλλον αρνητική γνώμη για το καλλιτεχνικό αυτό μόρφωμα, χωρίς να παραγνωρίζει την κοινωνική του αξία.
«Δεν τραγούδησα σε πανηγύρια. Τα πανηγύρια είναι για τα?πανηγύρια, διότι εκεί παίζουν ότι κατέβει στους οργανοπαίκτες» παρατηρεί σε αυστηρό ύφος. Της αντιτείνουμε ότι από τα πανηγύρια αναδείχθηκαν σημαντικοί καλλιτέχνες και μας απαντά: «Τα πανηγύρια ανέδειξαν κυρίως τοπικούς καλλιτέχνες, με εξαιρέσεις όπως τους Χαλκιάδες από την Ήπειρο». Η Δ. Σαμίου σχολιάζοντας την έντονη ανάγκη κάποιων να εφεύρουν εκ νέου τη μουσική παράδοση που θα τους συνδέσει με το χωριό, καυτηριάζει τα δήθεν παραδοσιακά τραγούδια που κυκλοφορούν στις μέρες μας, με το επίχρισμα του μοντέρνου. Θεωρεί ότι αυτά δεν έχουν σχέση με την παράδοση. Αν όμως υπάρχει κάπου έντονη η ανάγκη επιστροφής στο χωριό, με όχημα τη μουσική και το τραγούδι, αυτή ανιχνεύεται στις κοινότητες Ελλήνων μεταναστών σε όλο τον κόσμο. «Έδωσα πολλές συναυλίες σε Αμερική, Αυστραλία και Νότια Αμερική. Τραγουδούσα παραδοσιακά τραγούδια από όλη την Ελλάδα και...τρελαίνονταν» θυμάται η μεγάλη τραγουδίστρια.
Η γεωγραφία της υπαίθρου
Οι κουκίδες στο χάρτη και τα μαθηματικά της υπαίθρου
13.000: Χωριό που φαίνεται
Σε 13.000 υπολογίζονται τα χωριά στην Ελλάδα, δηλαδή οικισμοί με λιγότερους από 2.000 κατοίκους. Τα περισσότερα -αναλογικά με την έκταση και τον πληθυσμό- βρίσκονται σε ορεινούς νομούς, όπως Αρκαδίας, Ευρυτανίας, κ.ά.
1.000: Σχέδιο Καποδίστριας
Περίπου 1.000 είναι σήμερα οι δήμοι και οι κοινότητες της χώρας, έναντι 6000 πριν μία δεκαετία. Αιτία η σχετική διοικητική αλλαγή του 1997 (ο περίφημος «Καποδίστριας»). Για καλό ή για κακό, οι γνώμες διίστανται.
6.000: Ο χορός του συλλόγου
Κοντά 6.000 είναι ο αριθμός των πολιτιστικών, λαογραφικών κ.λπ. συλλόγων και σωματεία χωριών που υπάρχουν στη χώρα. Προσοχή: Δεν διοργανώνουν μόνο χορούς και εκδρομές. Είναι και θεματοφύλακες της παράδοσης.
Χωριάτικες παροιμίες
Γίναμε από δύο χωριά (χωριάτες): Μεγάλος τσακωμός, καθότι οι χωριάτες δεν γνωρίζουν από αστικές ευγένειες.
Κακό χωριό τα λίγα σπίτια: Στις μικρές κοινωνίες η ζήλια και ο φθόνος καραδοκούν. Λίγα τα σπίτια, μεγάλη η καταλαλιά.
Δεν κάνουμε χωριό: Συμφωνούμε στο ότι διαφωνούμε δηλαδή. Αδυναμία συνεννοήσης.
Χωριό που φαίνεται (κολαούζο δεν θέλει): Τα αυτονόητα δεν θέλουν επεξήγηση, όπως το χωριό (που φαίνεται) δεν θέλει οδηγό για να πας.
Χωριάτικη αρχιτεκτονική
«Τέχνη σπουδαία δε θα βρείς ποτέ στο βουνό ή στο χωριό, ούτε εξαιρετικά ωραία θα τη βρεις. Μα φυσική, δηλαδή αληθινή, θα 'ναι πέρα και πέρα, και δοσμένη να πούμε από το Θεό -έτσι όπως η φύση δεν είναι πάντα γεμάτη ομορφάδες, ούτε η φυσική ζωή είναι όλο ευλογία». Ο Δημήτρης Πικιώνης (1887 - 1968) αντιλαμβάνεται την αρχιτεκτονική του χωριού σαν ένα με τη φύση. («Η Λαϊκή μας Τέχνη κι εμείς», 1925.)
Παγκόσμιο χωριό
«Μέχρι την ηλικία των 13 περνούσαμε τις μέρες του Πάσχα στο χωριό. Eνα μικρό παραδοσιακό χωριό, με 50 μόνιμους κατοίκους, δεμένους ανθρώπους, που πραγματικά ξέρουν να γλεντάνε και να περνάνε καλά. Καλοκαίρι, Πάσχα και Χριστούγεννα έσφυζε από ζωή. Εκεί θυμάμαι τις κουλούρες, τα τσουρέκια σκεπασμένα με πετσέτες, τον Ιούδα που τον γυρνούσαμε σε όλο το χωριό. Αργότερα, αλλάξαμε συνήθειες. Με τα χρόνια οι μυρωδιές έφυγαν. Το αρνί το στέλναμε στον φούρναρη, τα καλτσούνια τα αγοράζαμε έτοιμα, το πασχαλινό τραπέζι έμοιαζε πολύ στο Κυριακάτικο»? Νοσταλγία για την ύπαιθρο μέσω internet (http://www.enallagi.org/darkwhispers/2007/04/05/143/ ).
Μελαγχολικό Τσάμικο
«Τόσος κόσμος πλάι του πέρασε και τον προσπέρασε, τι να ζητάει; Επαρχιώτης στην Ομόνοια μέσ' το ψιλόβροχο, αρχές του Μάη ψυχές πολύβουες και ούτε ένα πρόσωπο, τι καρτεράει κλαρίνα παίζουν, κόσμος γλεντάει, τι ώρα πάει, τι ώρα πάει;»
«Ποιος αλήθεια είμαι εγώ και που πάω» αναρωτήθηκε -άραγε πόσες φορές;- ο ανώνυμος επαρχιώτης που ήρθε στην πρωτεύουσα εκεί κάπου στο '60, σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Η αντίστροφη πορεία για το γυρισμό έχει αρχίσει.
«Τσάμικο» του Διονύση Σαββόπουλου από το δίσκο «Τραπεζάκια έξω» (1983).
Τα χωριά της πόλης
Στην Ελλάδα υπάρχουν περισσότεροι από 6.000 πολιτιστικοί σύλλογοι χωριών, οι περισσότεροι από τους οποίους σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Οι σύλλογοι αυτοί προσφέρουν πολλά. Ενισχύουν οικονομικά τους τόπους καταγωγής (για την αποπεράτωση ναών, τη δημιουργία ξενώνων), εκδίδουν εφημερίδες, συσφίγγουν σχέσεις, τηρούν έθιμα και διοργανώνουν θρησκευτικά πανηγύρια που έχουν στόχο το αντάμωμα των συμπατριωτών που «χάθηκαν» στη μεγάλη πόλη ή στα ξένα. Οι περισσότεροι ιδρύθηκαν τη δεκαετία του '70, για αυτό και ο σκληρός πυρήνας τους απαρτίζεται από ανθρώπους «κάποιας ηλικίας». Σήμερα, πολλά από τα ιδρυτικά μέλη δεν υπάρχουν πια και οι νέοι αποφεύγουν να διαβούν το κατώφλι τους...
Πάσχα στο χωριό
«Πάσχα στο χωριό συγκέντρωση μετοίκων τα νέα απ' την Αθήνα στα όνειρα μου σφήνα Πόζα και λουστρίνι, ο Νάκος φιγουρίνι πείνα μου μοιραία ζήλια μου ρομφαία Μπήκα σ' ένα τρένο πίσω δεν κοιτούσα Μέσα μου πετούσα ψήλωσα δυο πόντους Ζήνωνος μ' έντυσε η ζωή στρατιώτη Ζήνωνος πόρνη η αγάπη η πρώτη από βράδυ σε πρωί μου τελειώνει η ντροπή Ζήνωνος Εδώ οι χωριανοί μου δεν βοηθάνε άλλον σκούριασαν τα χέρια βρήκα άλλους τρόπους είπα να χαθώ το τέλος μου να βάλω Λίγο ακόμα επάνω τρέλα μου σε φτάνω Στις εφημερίδες μάνα αν με είδες Μη μου στεναχωριέσαι μάνα δεν μου αξίζει».
-Οταν ο γυρισμός στο χωριό μαρτυράει την αποτυχία της πόλης. «Ζήνωνος», σε στίχους Νίκου Ζούδιαρη, από το cd του Αλκίνοου Ιωαννίδη «Στην αγορά του κόσμου».
[Θανάσης Αντωνίου, Θώμη Μελίδου, Χαράλαμπος Νικόπουλος, ΠΗΓΗ: ΕΘΝΟΣ]